-
1 ῥυτωρ
ῥυτωρ, ορος, ὁ, 1) der Zieher, Spanner, χρυσέων τόξων, Apollo, Ar. Th. 108. – 2) Retter; λιμοῠ καὶ ϑανάτου, Erretter vom Hunger und Tode, Leon. Al. 29 (IX, 351); κόμης ῥύτωρ κεκρύφαλος, Ep. ad. 115 (VI, 280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI, 37), der Wächter, Beschützer.
См. также в других словарях:
ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… … Dictionary of Greek